- πελάγιος
- I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου.2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Ιουνίου.IIΌνομα παπών της Ρώμης.1. Π. A’ (555 – 560). Καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Όταν ήταν ακόμα διάκονος στην Κωνσταντινούπολη, εκτελούσε χρέη αποκρισιάριου (αγγελιαφόρου) των παπών Σιλβερίνο και Βιγίλιου. Όταν ο τελευταίος προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Ιουστινιανό, ο Π. γύρισε στη Ρώμη, όπου προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στους Ρωμαίους κατά την άλωση της Πόλης από τον Τοτίλα. Λέγεται ότι, στη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη, έγινε όργανο της Θεοδώρας και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καταδίκη της διδασκαλίας του Ωριγένη. Η φήμη ενισχύεται και από το γεγονός ότι, όταν πέθανε ο Βιγίλιος, ο Ιουστινιανός τον έκανε πάπα, παρά την αντίδραση των Ρωμαίων και πολλών επισκόπων.2. Π. B’ (579 – 590). Διαδέχτηκε τον Βενέδικτο A’, στα χρόνια της πολιορκίας της Ρώμης από τους Λογγοβάρδους. Ο Π. προσπάθησε να συμφιλιώσει τους Βυζαντινούς με τους Φράγκους συνάπτοντας 3ετή ειρήνη (580). Πέθανε υποκύπτοντας στον λοιμό που ξέσπασε ξαφνικά στη Ρώμη (590).IIIΆγγλος αιρετικός μοναχός του 5ου αι. Ο Π. δίδασκε ότι ο άνθρωπος μπορεί με τις δικές του δυνάμεις να σωθεί και ότι η ενανθρώπηση του Σωτήρα διευκολύνει απλά την κτήση της μακαριότητας, η οποία θα ήταν κατορθωτή και χωρίς αυτήν. Ο Αυγουστίνος θεώρησε ότι με τη διδασκαλία του Π. ανατρέπονται οι βάσεις του χριστιανισμού, εφόσον αμφισβητείται η απόλυτη, κατά τον χριστιανισμό, αναγκαιότητα της ενανθρώπησης του Σωτήρα, και άρχισε έντονη πολεμική κατά του Π. Με την πολεμική του όμως έφτασε ο Αυγουστίνος στο άλλο άκρο, από χριστιανικής σκοπιάς, και δίδασκε ότι ο άνθρωπος όχι μόνο είναι ανίκανος να σωθεί με τις ίδιες του τις δυνάμεις, αλλά και ανίκανος να συνεργαστεί για τη σωτηρία, η οποία αποκλειστικά και μόνο από τη θεία χάρη μπορεί να έρθει.* * *-α, -ο / πελάγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ [πέλαγος]1. αυτός που ανήκει στο πέλαγος, θαλάσσιος, θαλασσινός, τού πελάγους, πελαγήσιος2. (για ζώα) αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα, στο πέλαγος («τῶν δὲ θαλαττίων [ζώων] τὰ μὲν πελάγια, τὰ δὲ αἰγιαλώδη», Αριστοτ.)νεοελλ.ζωολ. γένος κοιλεντερωτών θαλάσσιων ζώων τής οικογένειας τών μεδουσώναρχ.1. αυτός που βρίσκεται στο πέλαγος, που διαπλέει ή προέρχεται από το πέλαγος (α. «ἱέραξ πελάγιος», πάπ.β. «πλέουσιν οὖν αἱ νῆες ἀπὸ πελάγους πελάγιαι Μήλῳ προσέβαλον», Θουκ.)2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το πέλαγος, ο θαλασσινός άνεμος, ο μπάτης3. αυτός που βρίσκεται παρά το πέλαγος, κοντά στη θάλασσα, ο παράλιος, ο παραθαλάσσιος4. (το αρσ. και θηλ.) προσωνυμία θεοτήτων, όπως τού Ποσειδώνος, τής Αφροδίτης, τής Ίσιδος κ.ά.5. φρ. α) «πελαγία ἅλς» — η εκτεταμένη θάλασσα, η θάλασσα τού πελάγουςβ) «πελαγία γῆ» — είδος χώματος6. (κατά τον Ησύχ.) α) «πελάγιατὰ κρόταλα»β) «πελαγίαἡ ῥίνος».
Dictionary of Greek. 2013.